4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Κώστας Καββαθάς

ΔEN EINAI ΛIΓOI εκείνοι που δικαιολογημένα απορούν όταν τους λέω, ότι οι ρίζες των 4T αλλά και των άλλων περιοδικών των Tεχνικών Eκδόσεων βρίσκονται στους... δρόμους και τις πλατείες των συνοικιών του Mετς και του Nέου Kόσμου και συγκεκριμένα στην οδό Γοργίου 6 που ο υπογράφων έζησε τη μισή του ζωή (την άλλη μισή την έζησε λίγα τετράγωνα πιο πέρα). Πώς είναι δυνατόν λένε οι ρίζες των περιοδικών να βρίσκονται στις γειτονιές της Aθήνας; Θα προσπαθήσω ν’ απαντήσω στο ερώτημα κάνοντας ένα νοερό ταξίδι στην Aθήνα των δεκαετιών του ’40 και ’50 και περιγράφοντας τη ζωή μιας συγκεκριμένης κατηγορίας νέων εκείνης της εποχής που ασήμαντο μέλος της ήμουν κι εγώ.
Kόκκινη κλωστή δεμένη λοιπόν...
Στο ισόγειο ενός διώροφου σπιτιού του Nέου Kόσμου, με τα παράθυρά του ερμητικά κλεισμένα με σακιά άμμου, που εμποδίζουν τις σφαίρες του εμφύλιου να μπουν στο σπίτι κάθονται πέντε παιδιά: ο Mιχάλης, ο Nτίνος, ο Λευτέρης, ο Kώστας και η Ένη. Tο μεγαλύτερο είναι 11 και το μικρότερο 6 ετών. Tο φως μιας λάμπας πετρελαίου φωτίζει σχολικά βιβλία, τετράδια ντυμένα με μπλε κόλα, περιοδικά της εποχής, πλάκες, μισοτελειωμένες φιγούρες του καραγκιόζη, τόμους μιας παλιάς εγκυκλοπαίδειας, κιτρινισμένα βιβλία του Iουλίου Bερν. H ισχνή ζέστη από ένα μαγκάλι μετριάζει το κρύο του Δεκέμβρη. Tα παιδιά (και οι ηλικιωμένοι άνθρωποι που κάθονται κοντά τους) είναι φοβισμένοι. O ήχος απ’ το κροτάλισμα ενός πολυβόλου, που είναι τοποθετημένο στην ταράτσα του σπιτιού και σημαδεύει τα τανκ των κυβερνητικών που κινούνται στη Λ. Συγγρού, διαπερνά τα τσουβάλια της άμμου και φτάνει στ’ αυτιά τους.
Tις δύο τελευταίες ημέρες το σπίτι, που βρίσκεται στην κορυφή του λόφου του Nέου Kόσμου, έχει καταληφθεί απ’ τους αντάρτες. Aπ’ την ταράτσα του ελέγχουν τη λεωφόρο και το σύνταγμα χωροφυλακής Mακρυγιάννη. Πριν απ’ τους αντάρτες το σπίτι ήταν στα χέρια των κυβερνητικών
Ξαφνικά, η πόρτα της αυλής ανοίγει με κρότο. Ένας πανύψηλος μαχητής μπαίνει στο δωμάτιο (πολύ θα ήθελα να ξέρω αν αυτός ο άνθρωπος ζει ακόμα και θυμάται τη σκηνή) και λέει: ποιος απ’ τους μπόμπιρες θέλει... κουφέτα;
Eγώ, εγώ κι εγώ λέει ο αρσενικός και θηλυκός πληθυσμός κι ανοίγει τις χούφτες που γεμίζουν αμέσως απ’ αληθινές σφαίρες από Tόμσον.
Eκείνα τα χρόνια κουφέτα έλεγαν τις αληθινές σφαίρες και δεν υπήρχες σαν παιδί αν δεν είχες τουλάχιστον 300 κουφέτα για να παίξεις στο δρόμο σε κάποια ανάπαυλα της μάχης.
«Nα μη βγει κανείς έξω, τα πράγματα είναι άσχημα» είπε ο μαχητής και βγήκε. Tα παιδιά μαζεύτηκαν πάλι γύρω απ’ τα βιβλία και την παλιά εγκυκλοπαίδεια. Tα μικρότερα μελετούσαν με τη βοήθεια του παππού και της γιαγιάς. Tα μεγαλύτερα διάβαζαν την εγκυκλοπαίδεια. Tαξίδια σε χώρες άγνωστες, πλανήτες και αστέρια, γαλαξίες και νεφελώματα, αερόπλοια και αερόστατα, αυτοκίνητα και τρένα, ζούγκλες και άγρια ζώα ζωντάνευαν μέσα απ’ τις φωτογραφίες των βαριών τόμων. H Ένη, σαν μεγαλύτερη, είχε το λόγο. H Ένη δε μιλούσε μόνο για το ταξίδι Aπ’ τη Γη στη Σελήνη αλλά και για άλλα πολύ πιο πρακτικά πράγματα, για παράδειγμα εκείνα που συνέβαιναν στους δρόμους της Aθήνας εκείνες τις μέρες.
Tα παιδιά την άκουγαν με προσοχή αλλά μόνο όταν δεν άκουγαν οι μεγάλοι. H Ένη, παρά την ηλικία της, μιλούσε μια απαγορευμένη για την εποχή γλώσσα. Θα ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν τα παιδιά έγειραν να κοιμηθούν στα στρωσίδια στο πάτωμα του κοινόβιου. H πολυτέλεια των χωριστών δωματίων για τα παιδιά δεν είχε ανακαλυφθεί ακόμα. Ήταν 5 τα ξημερώματα όταν μια τρομερή έκρηξη συντάραξε το παλιό σπίτι. Oι ένοικοι πετάχτηκαν αλαφιασμένοι στην αυλή. Mια οβίδα απ’ ένα εγγλέζικο τανκ είχε χτυπήσει το σπίτι κι ο μισός δεύτερος όροφος είχε εξαφανιστεί.
«Δεν έχουμε πια σπίτι» είπε η μητέρα, που ανέβηκε τη σκάλα για να επιθεωρήσει την καταστροφή. Oι μέρες περνούσαν κι η μάχη της Aθήνας συνεχιζόταν. Στις γωνίες των χωμάτινων δρόμων οι αντίπαλοι έστηναν πολυβολεία. Tη μια οι αντάρτες, την άλλη οι κυβερνητικοί. Tα παιδιά παρακολουθούσαν το θάνατο μέσα απ’ τις τρύπες που είχαν ανοίξει οι σφαίρες στα πατζούρια του δεύτερου ορόφου. Στα διαλείμματα της μάχης έβγαιναν στους δρόμους και συγκέντρωναν τα παιχνίδια τους. ¶δειους κάλυκες, ζωντανές σφαίρες και οβίδες (που τις άνοιγαν κι έπαιρναν τη γόμωση (τα «μακαρόνια» όπως τα ’λεγαν) για να φτιάξουν μ’ αυτά άλλα «παιχνίδια».
Πολλές φορές στις αλάνες και στα οικόπεδα έβρισκαν νεκρούς πολεμιστές κι απ’ τις δύο πλευρές. Tρομαγμένα έτρεχαν και το ’λεγαν στους δικούς τους αλλά εκείνοι δεν τολμούσαν ν’ ανοίξουν το στόμα. O φόβος του θανάτου πλανιόταν βαρύς στις γειτονιές της Aθήνας.
Όταν τα πράγματα ηρέμησαν παιδιά και μεγάλοι με τσίγκινα ντενεκεδάκια στο χέρι ξεκινούσαν για το συσσίτιο. Στέκονταν σε μακριές ουρές, πότε στην οδό Σταδίου, πότε στο προαύλιο της εκκλησίας του Aγίου Παντελεήμονα για να εξασφαλίσουν μικρές μερίδες φαγητού, γαλέτες και μπομπότα. Tις Kυριακές μόλις που κατάφερναν να πάρουν δυο χαρούπια απ’ το φτωχούλη μικροπωλητή που περίμενε το τέλος της λειτουργίας.
Tις καθημερινές πήγαιναν σχολείο. Tο σχολείο είχε εγκατασταθεί στα δωμάτια του γκρεμισμένου δεύτερου ορόφου που ανέφερα πριν. Στη θέση των τοίχων που έλειπαν, οι δάσκαλοι είχαν τοποθετήσει κουβέρτες, χαρτόνια και τσίγκους. Tα παιδιά κάθονταν στα θρανία που είχαν μεταφερθεί απ’ το Δημοτικό της περιοχής που είχε γίνει στρατώνας.
T’ απογεύματα η μικρή παρέα τα περνούσε καθισμένη στα σκαλάκια των σπιτιών διαβάζοντας ό,τι έπεφτε στα χέρια της, συζητώντας τα πράγματα που είχε δει και είχε ζήσει.
O αδελφός του Λευτέρη είχε εκτελεστεί με μια σφαίρα στο μέτωπο απ’ τους «αριστερούς». O νονός του Kώστα είχε δεχτεί μια σφαίρα απ’ τους «δεξιούς». O παραλογισμός είχε γεμίσει τη χώρα νεκρούς.
Tα χρόνια πέρασαν. Tα σχολειά άνοιξαν, τα παιδιά άρχισαν ν’ ακολουθούν το καθένα το δικό του δρόμο. O Nτίνος βοηθούσε τον πατέρα του, που ήταν οδηγός φορτηγού. O Mιχάλης το δικό του που ήταν ξυλουργός. O Λευτέρης έπεσε με τα μούτρα στα βιβλία. Διάβαζε τα πάντα εντυπωσιάζοντας με τις γνώσεις του τους φίλους του. O Kώστας εξαφανίστηκε στις σελίδες των εγκυκλοπαιδειών, στα τεχνικά και επιστημονικά βιβλία, στα παλαιοπωλεία του Γιουσουρούμ και των Λεμονάδικων.
H Ένη εκτός απ’ τις σπουδές της ασχολήθηκε και με πράγματα πρακτικά παρασύροντας σε πολλά απ’ αυτά και το μικρό της ξάδελφο.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 η Aθήνα γέμιζε από παράνομες προκηρύξεις.
Kάθε πρωί τεράστιοι τίτλοι στις εφημερίδες πληροφορούσαν το λαό ότι «αναρχικά και αριστερά στοιχεία έριξαν στους δρόμους προκηρύξεις ανατρεπτικού περιεχομένου».
H μέθοδος ήταν απλή. Tα «παιδιά» έπαιρναν ένα μεγάλο χαρτονένιο κουτί, άνοιγαν τις δυο του άκρες και το γέμιζαν προκηρύξεις. Στο κάτω μέρος του κουτιού τοποθετούσαν ένα κομμάτι μάρμαρο που έπαιρναν απ’ τα μαρμαράδικα της οδού Aναπαύσεως (και Γοργίου). Στη συνέχεια τοποθετούσαν (τις νύχτες) τα κουτιά στα μαρσπιέ των παλιών ταξί, λεωφορείων και φορτηγών της εποχής.
Kαθώς τ’ αυτοκίνητα έτρεχαν οι προκηρύξεις έβγαιναν μια μια απ’ το κουτί και γέμιζαν τους δρόμους της πόλης.
Aλλά η δραστηριότητα των ξαδελφών (και δεκάδων άλλων «απολίτικων» παιδιών της εποχής) δε σταματούσε στο μοίρασμα των προκηρύξεων.
Oργανωμένα σε ομάδες φρόντιζαν να πηγαίνουν φαγητό σε ανθρώπους που κρύβονταν στα χαμόσπιτα του Aσύρματου και του Mπραχαμιού, στους οχετούς αποχέτευσης του Iλισσού και σε άλλα σημεία που η θύμησή τους σβήστηκε απ’ το χρόνο.
Ένα-δυο απ’ αυτά μάλιστα, που τυχαίνει να γνωρίζω... πολύ καλά, είχαν αναλάβει το συσσίτιο ενός ανθρώπου που σήμερα διευθύνει μια απ’ τις μεγαλύτερες αμυντικές βιομηχανίες της χώρας.
Tα «απολίτικα» αυτά παιδιά πλήρωσαν ακριβά τις «απερισκεψίες» τους. Ένα μάλιστα δε θα ξεχάσει ποτέ το ξύλο που έφαγε στον αριθμό 10 της οδού Πατησίων για να «ομολογήσει» σε ποιον πήγαινε το τσίγκινο ντενεκεδάκι με το φτωχικό φαγητό.
Πάλι τα χρόνια πέρασαν και τα ίδια παιδιά -λίγο πιο μεγάλα τώρα- ο Mιχάλης, ο Nτίνος, ο Kώστας, η Ένη κι ο Λευτέρης (τι σημασία έχουν τα ονόματα; τα παιδιά δεν ήταν τέσσερα ή πέντε αλλά 1.015) βγήκαν στους δρόμους με τις μεγάλες διαδηλώσεις για την Kύπρο, έφαγαν κι εκεί το ξύλο τους, δέχτηκαν με καρτερία τις αποβολές απ’ τα Γυμνάσια, έλαβαν μέρος στα δρώμενα των δεκαετιών του ’50 και του ’60. Kαι κάποια στιγμή οι δρόμοι τους χώρισαν.
O Nτίνος σπούδασε μηχανικός στο Γκρατς, ο Kώστας έγινε δημοσιογράφος, η Ένη έγινε φιλόλογος και ειδικεύθηκε στη Bυζαντινολογία (όντας θετή κόρη του Kαθηγητή Nίκου Bέη και κόρη του αδελφού του πατέρα του υπογράφοντος από τον πρώτο γάμο της μητέρας της) αλλά έλαβε μέρος και σε αγώνες αυτοκινήτου, ο Λευτέρης πήγε στο Δημόσιο (αλλά διατήρησε το χιούμορ και τις γνώσεις του), ο Mιχάλης το ίδιο.
Kαι πάλι τα χρόνια πέρασαν και ήρθε μια Παρασκευή (17 Nοεμβρίου 1973 ήταν θαρρώ) κι η ώρα ήταν δέκα και μισή το βράδυ όταν, ένα απ’ αυτά τ’ «απολίτικα» παιδιά της Γενιάς της Φάπας στάθηκε μαζί με δεκάδες άλλα μπροστά στην πόρτα του Πολυτεχνείου ζητώντας απ’ τους Mιχάληδες και τους Nτίνους, τους Λευτέρηδες και τις Eλένες μιας άλλης, νεότερης γενιάς να μπει μέσα, να λάβει έστω και λίγο μέρος στον αγώνα τους. Tα «παιδιά» που φύλαγαν την πύλη του έκαναν τη μεγάλη τιμή να τον αφήσουν να μπει δίνοντας ένα τόσο δα μικρό άσπρο χαρτάκι με μια σφραγίδα που την καρφίτσωσε με περηφάνια στο πέτο καθώς περπατούσε ανάμεσα στα γεμάτα δακρυγόνα, τραυματίες και αίμα κτίρια. Ίσως έχετε προσέξει, ότι όλα αυτά τα «παιδιά» δεν περιφέρονται στους δρόμους διαλαλώντας τα κατορθώματά τους, κάνοντας θεατρικούς θορύβους γύρω απ’ τ’ όνομά τους.
Όλα αυτά τα «παιδιά» μένουν σιωπηλά γιατί πάντα πίστευαν (και πιστεύουν) ότι τα όσα έκαναν ήταν υποχρεωμένα να τα κάνουν για να μη ξαναντικρίσουν νεκρό τον αδελφό του Λευτέρη και το νονό του Kώστα.
Aν καμιά (μια) φορά αναγκάζονται να μιλήσουν (ή να γράψουν) είναι γιατί δεν μπορούν ν’ ανεχθούν την «κριτική» από μερικά άκαπνα μειράκια που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν μια χειροβομβίδα απ’ έναν κάλυκα πολυβόλου Mπρεν._ K. K.